αθωωτής

αθωωτής
ο (θηλ. -ώτρια)
αυτός που αθωώνει κάποιον με τη μαρτυρία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αθωώνω.
ΠΑΡ. αθωωτικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αθωωτικός — ή, ό [αθωωτής] αυτός που αθωώνει κάποιον, που τόν απαλλάσσει από την κατηγορία (π. χ. «αθωωτικό ή απαλλακτικό βούλευμα») …   Dictionary of Greek

  • αθωώνω — (Α ἀθῳώ, όω) απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τόν κηρύσσω αθώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. τού ἀθῳόω < ἀθῷος. ΠΑΡ. ἀθῷωσις νεοελλ. αθωωτής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”